ανεκκαθάριστος

ανεκκαθάριστος
-η, -ο
1. (λογαριασμός κ.λπ.) για τον οποίο δεν έγινε εκκαθάριση
2. αυτός που δεν ξεκαθάρισε, δεν διευκρινίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκκαθαρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ.Α. Κυπριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεκκαθάριστος — η, ο (για λογαριασμούς), αυτός που δεν ξεκαθαρίστηκε, δεν τακτοποιήθηκε: Εκείνος ο παλιός λογαριασμός μένει ακόμη ανεκκαθάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”